- χειρογράφῳ
- χειρόγραφονwritten with the handneut dat sgχειρόγραφοςwritten with the handmasc/fem/neut dat sgχειρόγραφοςwritten with the handmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρογραφώ — έω, ΜΑ [χειρογράφος] 1. γράφω, καταγράφω με το ίδιο μου το χέρι («δίκην βίβλων τῶν ὑπὸ πάντων... κεχειρογραφημένων», Ωριγ.) 2. δίνω έγγραφη εγγύηση, απόδειξη ή βεβαίωση («χειρογραφήσει ἀμφότερα τὰ μέρη ἐν ἡμέραις τριάκοντα», πάπ.) 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
Greek language question — The Greek language question ( el. γλωσσικό ζήτημα, short: το γλωσσικό) was a dispute discussing the question whether the language of the Greek people (Dimotiki) or an archaic imitation of Ancient Greek (Katharevousa) should be the official… … Wikipedia
Cuestión lingüística griega — La cuestón lingüística griega o debate lingüístico griego (en griego γλωσσικό ζήτημα, glosikó zítima o simplemente γλωσσικό, glosikó) fue una disputa que discutía si la lengua oficial de Grecia debía de ser la lengua popular (griego demótico o… … Wikipedia Español
συγχειρογραφώ — έω, Α 1. συντάσσω χειρόγραφο ή έγγραφο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. (κυρίως) συμπράττω ως μάρτυρας ή εγγυητής σε έγγραφη βεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χειρογραφῶ «γράφω ιδιοχείρως, δίνω έγγραφη βεβαίωση»] … Dictionary of Greek
υποχειρογραφώ — και δ. γρ < ρ. ὑποχυρογραφῶ, έω, Α υπογράφω ιδιοχείρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χειρογραφῶ «γράφω με το χέρι, υπογράφω ιδιοχείρως»] … Dictionary of Greek
χειρογράφημα — τὸ, Μ [χειρογραφῶ] ιδιόγραφο χρεωστικό ομόλογο … Dictionary of Greek
χειρόγραφος — η, ο / χειρόγραφος, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. χερόγραφον Α 1. γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό 2. το ουδ. ως ουσ. το χειρόγραφο(ν) οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο με το χέρι (α. «το χειρόγραφο τού άρθρου του δόθηκε για… … Dictionary of Greek